γλεντοκόπος

γλεντοκόπος
ο , γλεντοκόπα η кутила, гуляка, повеса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γλεντοκόπος" в других словарях:

  • γλεντοκόπος — ο αυτός που γλεντοκοπά, ο γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεντώ + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • γλεντοκοπώ — ( άω) [γλεντοκόπος] διασκεδάζω συνεχώς, ξεφαντώνω …   Dictionary of Greek

  • διασκεδαστής — ο (θηλ. στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια) 1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος 2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους αρχ. 1. διασκορπιστής 2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής …   Dictionary of Greek

  • ξεφαντωτής — ο [ξεφαντώνω] ο έκδοτος στα ξεφαντώματα, γλεντοκόπος, γλεντζές …   Dictionary of Greek

  • Θωρ — Θεός της σκανδιναβικής μυθολογίας, γιος του Οντίν και της Γιορντ. Ήταν θεός της βροντής, της αστραπής, των ανέμων και των ευεργετικών βροχών, πατέρας της δύναμης και ανταγωνιστής των γιγάντων. Προστάτευε και υπεράσπιζε τη γη, τους ανθρώπους και… …   Dictionary of Greek

  • ξεφαντωτής — ο αυτός που διασκεδάζει πολύ, ο γλεντοκόπος: Ξεφαντωτής και νυχτογυρισμένος (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαροκόπος — ο θηλ. χαροκοπίστρα αυτός που γλεντάει διαρκώς, γλεντοκόπος, γλεντζές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»